- εὐρύνοος
- εὐρύνοοςbroad-mindedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευρύνοος — εὐρύνοος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ευρεία έννοια («εὐρύνοος ῥήτρη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + νοος (< νο ος, νους), πρβλ. αγχί νοος, εύ νοος] … Dictionary of Greek
εὐρυνόοιο — εὐρύνοος broad minded masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek